Ήτανε χτες τα γενέθλια μιας καλής φίλης καρδιακής και βγήκε απόφαση να πάμε όλοι έξω να το γιορτάσουμε με δείπνο. Φύγαμε λοιπόν με μια άλλη φίλη Γιαπωνέζα από το Γουάσινγκτον Σκουέαρ να πάμε προς το εστιατόριο. Αφού μας ρώτησαν κανά δυο περαστικοί να τους προσανατολίσουμε και πήραν τα μυαλά μας αέρα ["μοιάζουμε τόπακες μεγάλε, κόλλα το!"] τελικά καταφέραμε να ψιλοχαθούμε μέσα στο Δυτικό Βίλειτζ. Ψάχνοντας να βρούμε το δρόμο μας άρχισα να παρατηρώ τα στέκια και τα εστιατόρια της περιοχής και ένιωσα το πορτοφόλι μου να με τρώει.
Εκεί λοιπόν που δεν το περιμένω βρίσκομαι σε ένα εστιατόριο με σούσι, Νοτιοαμερικάνικο διάκοσμο και μουσική προθάλαμου οδοντιατρείου μεταμφιεσμένη για να ακούγεται μοδάτη και να περνά απαρατήρητη ταυτόχρονα. Κοιτάζοντας το μενού ανακάλυψα κάτι περίεργους συνδυασμούς [«Φιούζιον είναι!» μου κάνει μια κοπελιά απ’ την παρέα όλο καμάρι] που σαν να τσούζανε γιατί προφανώς η υψηλή κουζίνα είναι για τους άπειρους ότι το ξεπαρθένεμα για τις κυρίες- αν δεν πονέσεις λίγο δεν το χαίρεσαι. Τα δύο εικοσάρικα που είχα πάνω μου δύσκολα θα με έβγαζαν ασπροπρόσωπο. «Ωραία» σκέφτηκα «με καμιά σαλάτα θα την βγάλουμε».
Κατέληξα λοιπόν με ένα φαΐ που ήταν κάτι μεταξύ οφτού, τερριγιάκι και σούπας με μανιτάρια το οποίο με μεγάλη έλλειψη ειλικρίνειας αυτοδιαφημιζόταν στο μενού σαν ένα από τα «μεγάλα πιάτα». Το καθ’ εαυτό πιάτο ήταν μεγάλο- το φαγητό όμως μου χτυπούσε άσχημα σε εκείνο το Κυπριακό γονίδιο που απαιτεί οτι για να γεμίσει το στομάχι πρέπει να γεμίσει το πιάτο ολάν. Το ίδιο το φαί ήταν απίστευτα καλό αλλά κατέληξα να φάω- Πάρα. Πολύ. Αργά.- για να μην μου κακοφανεί.
Με τα οικονομικά μου εξουθενωμένα σαν την Ειρήν Χαραλαμπίδου στο τέλος της «Χαρούμενης Πρωτοχρονίας» [δείξαμε την ηλικία μας πάλι] έφυγα γρήγορα για να ξυπνήσω νωρίς την επόμενη να πάω δουλειά για να βγάλω τα λεφτά που έριξα στο γεύμα. Ακριβώς όμως: μια μέρα δουλειάς = τα λεφτά για το φιούζιον οφτό. Άντε, σε κανένα μήνα πάλι ίσως περάσω έξω από εστιατόριο.