Σάββατο 18 Ιουνίου 2005

Του μπλογκά η μάνα κάθονταν

Ε ναι, ζήλεψα κι εγώ κι αποφάσισα να το παίξω μπλογκάς. Κατ' ακρίβεια είχα κάπου αλλού ένα τζουρναλάκι εφηβικών πόθων και αναστεναγμών αλλά αποφάσισα να το αμελήσω για λίγο και να ασχοληθώ με κάτι πιό ηλιόλουστο, πιό μεσ-τη-καλή χαρά ντε!

Ακόμα χτίζουμε εδώ μέσα για αυτό προσέξτε μην σκουντουφλήσετε σε κανένα σίδερο. Και για το όνομα των θεών, φορέστε αυτό το ρημάδι κράνος μην σας πέσει κανένα τούβλο στο κεφάλι.

Καλά καλά δεν μπήκα δεν θέλω μυνήσεις για σπασμένα κρανία. Άντε.

Συνοπτικώς- με λένε Γιώργο [και τραγουδάω περισσότερο από οτι μπορείτε να αντέξετε], είμαι Κύπριος και μένω και σπουδάζω στην Νέα Υόρκη. Προσοχή στην χρήση της λέξης "μένω" η οποία υποδηλώνει τον ευσεβή πόθο μου να δουλέψω και να περάσω τα καλύτερα μου χρόνια στην μαύρη ξενιτιά. Δεν είμαι τελείως σίγουρος τι θέλω να γίνω όταν μεγαλώσω, κάτι το οποίο είναι τρομακτικό αν σκεφτεί κανείς οτι το θα μεγαλώσω δεν είναι πλέον μακρινό μέλλον, είναι γεγονός.

Καλώς σας ήβραμεν. Που λεν και στο χωρκό μου.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Στίχοι που γράφτηκαν από τον ποιητή μετά από μιαν επίσκεψή του στο Προξενείο του Λος Άντζελες, ενώ είχε εννιά χρόνια μακριά από την Πατρίδα.

Γιώργη Χολιαστού


ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΜΙΑ ΕΠΙΣΚΕΨΗ
ΣΤΟ ΠΡΟΞΕΝΕΙΟ ΤΟΥ ΛΟΣ ΑΝΤΖΕΛΕΣ

Αφιερώνεται στο προσωπικό του Προξενείου


ΠΟΙΗΤΗΣ
Ψυχή, γιατί εσάστισες σαν μπήκες εκεί μέσα;
Τόσο πολύ τα πράγματα-οι άνθρωποι σ’αρέσαν;
Γιατί μου βαθυβούρκωσες; Τι αγαπητό ξανοίγεις
Κι όλες για να ’μπει διάπλατα τις πόρτες σου ανοίγεις;

Γιατί, ψυχή, μού έτρεμες; Γιατί μου εβαρυοσειόσουν;
Γιατί από με με μια κλωνά έξαφνα εκρεμόσουν;
Γιατί ,ψυχή, πετάριζες και να μου βγεις ζητούσες;
Για πού να πας; Για πού να ’ρθείς; Πού να βρεθείς ποθούσες;

Ψυχή μου ποιος παραδαρμός-ποιος σάλαγος σε δέρνει
Και λάμια ορθογυμνόστηθη στα μάτια μου σε φέρνει;
Του λυτρωμού και του χαμού παρθένο εσύ κοράσι,
Λαχτάρα ποια σε φλόγισε κι όλη έκαψες την Πλάση;

Προτού να μπούμε μέσα κει σα ζω’ δαρμένο μού ήσουν
Κι έλεγα όσα σε φωτάν κεριά κι αυτά θα σβήσουν’
Πώς άναψες; Πώς άστραψες; Πώς ξάφνου ζωπυρώθεις;
Τι άκουσες; Τι αντίκρυσες; Τι άγγιξες; Τι νιώθεις;

Ποια σίδερα που σ’είχανε μέσα κλεισμένη σπάζεις;
Με ποια μαχαίρια για να βγεις το σώμα μου σπαράζεις;
Πώς ‘σένα βλέπω το υγρό το μάτι όπου γυρνάω-
Πώς εμεγάλωσες, ψυχή, και πια δε σε χωράω;

Τι εθυμήθηκες παλιό; Τι νέο σ’έχει μεθύσει
Κι η πρωτινή σου η θωριά σα ζωγραφιά έχει σβύσει;
Τ’ ήταν αυτό που στην παλιά γλυκάστραψε τη θέση;
Τι πιο να λάμψει από σε, ψυχή, έχει μπορέσει;

Εγώ καλά σε κράταγα μαυροησυχασμένη
Και σαν μικρή και σαν σεμνή και σαν παραδομένη’
Ποιο θάμα σε ζωντάνεψε; Ποια μάγια σε μαγέψαν;
Ποιες πιο γλυκές κι απ’ του έρωτα σαγίτες σε τοξέψαν’;

Αγέρι ποιο σε χάιδεψε κι έχει σεισμός αρχίσει;
Ποια σε ακράγγιξε ομορφιά και σ’ έχει έτσι δονήσει;
Και πες μου-αχ!- πόσα φτερά ψυχή μου είχες τάχα;
Για ένα τέτοιο τάραμα δε φτάνουν δυο μονάχα.

Μία ζεστή όταν μπήκαμε μέρα του Ιουνίου
Μέσα στο δώμα του μικρού νέου μας Προξενείου,
Πες μου ψυχή, Άνοιξη ποια, μέσα στον χώρο εκείνο
Τον ευωδάτο-ν- άνθισε και άσπιλό σου κρίνο;

ΨΥΧΗ
Ποιητή, για μένα κι ας μιλάς, τίποτα δε γνωρίζεις.
Μόνο τη λέξη έπλασες «ψυχή» και την ψελλίζεις.
Μέσα σε σκότη ψάχνετε όσοι εμέ ζητάτε-
Αλλού η χάρη μου ανθεί κι εσείς αλλού κοιτάτε.

Σταμάτα τα ρωτήματα το νου σου που σκοτίζουν.
Χαρτί μολύβι μέριαστα-όλα δεν τα γνωρίζουν.
Υπάρχει κάτι-όσο κι αν, γι αυτό ελπίδες πλάθει-
Υπάρχει κάτι που ο νους ποτέ δε θα το μάθει.

Και είμαι εγώ το κάτι αυτό. Για με ανθρώπων πλήθη-
Για να με βρουν σκάψαν βαθιά μες στα πλατιά τους στήθη.
Πλήθη σοφών εθάρεψαν πως μ’είχανε γνωρίσει
Μα μέσα στη σοφία τους την άγνοια είχανε κλείσει.

Ζωγράφοι, γλύπτες, ποιητές, πως μ’ ένιωσαν πιστέψαν
Και με την τέχνη τους καθείς να με ειπούν γυρέψαν.
Θρησκείες μ’ αναζήτησαν, με ψάξαν ερημίτες-
Μα πάντα μόνοι απόμεναν στις κρύες τους τις σκήτες.



Θέση καμιά δε ζέστανα μέσα σε νου ποτέ μου’
Αίμα ποτέ δεν έγινα της σκέψης της αναίμου.
Σχέση καμία με του νου δεν έχω την ουσία:
Της ύλης τ’ άνθος είν αυτός-είμαι η Υπερουσία.

Και πάλι τόσο είναι απλό κανείς να με γνωρίσει...
Φτάνει στα μέρη τα σωστά μόνο να με ζητήσει.
Μα ό,τι ρωτάς θα σου το πω. Μάθε. Κι αυτή σου η γνώση
Απάντηση στα τόσα σου ρωτήματα θα δώσει.

Είμαι το αχώριστο μισό απ’ ό,τι λες Πατρίδα.
Από τις δυο του φύλλου της η μια είμαι σελίδα.
Είμαι αυτό που δίχως του, το χώμα του κι οι πέτρες
Χώμα απομένει άνευρο-άχρωμες μένουν πέτρες.

Είμαι η πάχνη του πρωιού. Της χλόης η δροσούλα.
Το χρώμα είμαι το ρόδινο στη ντροπαλήν αυγούλα.
Είμαι ο αχνός ο καυτερός απ’ των ηρώων το αίμα
Που ρέει καλοτάξιδο στης λευτεριάς το γνέμα.

Είμαι της κάθε ελληνικής νεροπηγής η λάμια.
Είμαι του αγέρα φύσημα μες στα χλωρά καλάμια.
Είμαι το γλυκομούρμουρο του ρυακιού-το μύρο
Που ο ποθοπλάνταχτος σκορπάει βασιλικός τριγύρω.

Είμαι η χάρη του αηδονιού προτού αυτό να υπάρξει,
Και τη ζωή επερίμενα την πρώτη να χαράξει
Και τ’ ουρανού του ελληνικού να δω το πρώτο αηδόνι
Για να του γίνω η φωνή που σβήνει και λιγώνει.

Είμαι η κραυγή της ύπαρξης. Είμ’ η ανατριχίλα
Όπου ο Θάνατος σκορπά μες στης καρδιάς τα φύλλα
και με λαχτάρα επρόσμενα τον έλληνα τον πρώτο
Για να ’μπω ως μού ’χεν οριστεί μες στο ζεστό του χνώτο.

Αφότου ο κάσμος πλάστηκε-αφότου η γης υπάρχει-
Αφότου είδανε το φως οι ελληνικοί οι βράχοι
Είμαι όποια εφύσησε πνοή στο χώμα πάνω εκείνο-
Κι ό,τι εδοξάστηκεν εκεί, μέσα μου εγώ το κλείνω.

Του Αχιλλέα είμ’ η αντρειά και του Δυσσέα ο Πόνος.
Κι είμαι του Αγαμέμνονα ο μιαρός ο φόνος.
Τ’ άμετρο είμαι ψήλωμα που ’δωσε στην Ελλάδα
Του Διάκου η αποθέωση και του Καψάλη η δάδα.

Της ελληνίδας είμαι γης η αύρα η ζωοδότρα.
Στα δέντρα της το άνθισμα. Το ψήλωμα στα χόρτα.
Είμαι ο αχός απ’ τις κραυγές του δουλωμένου γένους
Όταν, στο αίμα πλέοντας, κατάτρεχε τους ξένους.

Είμαι το δέσιμο γερά της δόξας με καθένα
’π’ τα ιερά τα φλάμπουρα τα αιματοβαμμένα.
Κάθε χωμάτινου εγώ είμαι η δόξα σβώλου
Κατ’ απ’ το διάφανο το μπλε τ’ ουράνιου μου του θόλου.

Το ήσυχο κουβέντιασμα είμαι μετά το δείπνο
Της συντροφιάς της βραδινής μέχρι να πάει για ύπνο.
Και είμαι η ενθύμηση της πρωτινής ζωής σου
Όπως την έζησες εσύ αλλά κι εγώ μαζί σου.

Είμαι το χρώμα τ’ουρανού στη φλογισμένη δύση.
Είμαι το βέλασμα του αρνιού στο σκότος πριν βυθίσει.
Η γλώσσα ειμ’ η ελληνική, η πρώτη εκείνη, η μία,
Και των τριών χιλιάδωνε χρονών της τα μνημεία.

Του καθ’ Εφιάλτη μου ειμ’ εγώ η όποια προδοσία.
Των σκοτεινών των χαραδρών η νύχτια ησυχία.
Είμαι των δούλων οι αρές που ηχώντας στον αιώνα
Θα κηλιδώνουν το λαμπρό το φως του Παρθενώνα.

Μα όλ’ αυτά εσβύστηκαν σαν έφυγες στα ξένα
Παίρνοντας βέβαια μαζί αθέλητα κι εμένα.
Και θόλωσαν οι θύμησες και νέκρωσαν οι εικόνες,
Που παρηγόριες μου ήτανε και συντροφιές μου μόνες.

Και χώρισα από κάθε τι που ως τότε ήταν δικό μου-
Από ποτάμια, από δεντρά κι από τον ουρανό μου.
Και μείναν κείνα έρημα κι έμεινα εγώ μονάχη
Πιοτί πικρό τη θύμηση ο ένας τ’ άλλου να ‘χει.

Κοντά τους πρώτα ήμουνα΄ και ξενητειάς φαρμάκι
Το τ’ είναι δεν εγνώριζα και νόστου άγριοι δράκοι’
Κι αξύπνητο κοιμότανε μέσα μου το θηρίο
Που τώρα ερμιά εξέχυνε στα μύχια μου και κρύο.

Από το χώμα μακριά που μ’είχε αναθρέψει
Όλα τ’ αβρά μου νάματα μού είχανε στερέψει.
Σε ποια πουλιά να χάριζα φτερά; Εδώ άλλα έχουν.
Σε ποια ρυάκια μούρμουρο; Μ’ άλλη βοή εδώ τρέχουν.

Και πώς να εχαιρόμουνα μακριά από τη χαρά μου;
Για ποιον-για τι να τ’ άνοιγα τ’ άχρηστα πια φτερά μου;
Σε τι να έδινα φωνή; Σε τι ζωή κι ελπίδα;
Σε τι αφού δεν ήμουνα-δεν είχα πια Πατρίδα;

Κι ήμουν σαν κάτι ανύπαρκτο μα και που θέλει κάτι.
Σα μες σε τάφο μα και σαν στου πόνου το κρεβάτι’
Ήμουν εγώ από τη μια κι εγώ δεν ήμουν πάλι’
Κι όλα γυρνούσαν γύρω μου σ’ αργή αργή μια ζάλη.

Τώρα ένα δέντρο ήμουνα ρικνό και ξεραμένο.
Περιστεριού ολόλευκο κορμί μπαλσαμωμένο.
Που πάλι δεν περίμενε ποτέ να ξανανθίσει-
Που κάθε θέληση ζωής εντός του είχε σβήσει.

Κι ως τα παλιόχαρτα ψηλά μια δίνη στέλνει αέρα,
Έτσι εβρέθηκα κι εγώ στο Προξενείο μια μέρα.
Κι η λίγη ώρα που σ’ αυτό το κτίριο είχα μείνει
Μου έχει ανοίξει την πληγή που πια δεν ξανακλείνει.

Ξανά ενώθηκα εκεί μ’ αυτό που είχα χάσει.
Ξανά ενώθηκε μ’εμέ ό,τι με είχε χάσει.
Μαζί μου εδέθηκε και να! ξανάγινα Πατρίδα!
Μαζί μου εδέθηκε και να! ξανάγινε Πατρίδα!

Αυτό που κάποτε έχασα να ’το! Το ξαναβρήκα!
Κι αυτή ’ταν η ακριβότερη ποτέ που ’δόθη προίκα.
Και η πολύφερνη εγώ και τυχερή ήμουν κόρη
Με της Ελλάδας που έσμιγα τους κάμπους και τα όρη.

Κι από νεκρή αναστήθηκα. Κι από τον πόνο βγήκα.
Και μια πνοή με φύσησε κι αυτή γεμάτη γλύκα.
Μέσα εκεί εφτερώθηκα ξανά-γι αυτό με είδες
Γεμάτη ορμή πρωτόφαντη και στέριες τώρα ελπίδες.

Στα μέρη ετούτα που άγνωστος και ξένος εγυρνούσες
Στο περιστέρι που νεκρό μέσα σου εκουβαλούσες
Ήρθ’ η ζωή-τα πριν ξερά του δέντρου τα κλωνάκια
Φύλλα κι ανθούς γεμίσανε και χαρωπά πουλάκια.

Κι αν να ’βγω από μέσα σου ήθελα λες-τι λάθος!
Να σε τραβήξω επάσκιζα προς του κτιρίου το βάθος.
Ρίζες εκεί να δέσουμε κι εγώ κι εσύ κι ω! θάμα!
Εκεί αιώνια κι άφευγα να μείνουμε αντάμα!

Μια πέτρα από τους τοίχους του να γίνουμε. Θηκάρι
Από ’να του αντικείμενο χαμένο στο συρτάρι.
Μολύβι στο γραφείο του-στον τοίχο του κρεμάστρα
Και κάθε εχθρού του να ’μαστε ορμή εμείς χαλάστρα.

Εκεί!.. Εκεί να μείνουμε!..εκεί...εκεί...κοντά του...
Κοντά του ζούμε μοναχά-πεθαίνουμε μακριά του!
Να μείνουμε! Να μείνουμε! Να μείνουμε αιώνια
Στις αψηλές όπως κορφές τ’ άλυωτα μένουν χιόνια.

Να είμαστε ό,τι νιώθουμε... Να ’μαστε ό,τι ποθούμε...
Μέσα στις πέτρες, στα νερά, στα ξύλα του να ζούμε...
Να μείνουμε! Ν’ αφήσουμε στο χώμα του-φαντάσου!
Εγώ την πεμπτουσία μου κι εσύ τα κόκαλά σου!..

Να μείνουμε Να ζώσουμε πάνοπλα την ειδή του!
Να νιώσει τη φροντίδα μας κι εμείς τη θαλπωρή του!
Να μείνουμε! Να μείνουμε! Να μη μας ξαναπάρει
Κανείς, ούτε απ’ το πόδι μας στο χώμα του τ’ αχνάρι...

Στ’ αγαπημένα σπλάχνα του αίμα του να κλειστούμε
Και μέσα στους αιμάτινους γύρους του να χαθούμε.
Όσο η γη –να μείνουμε! –στα χάη τριγυρίζει
Τίποτα από την έγνια του να μη μας ξεχωρίζει.

Ω! Συ! Φτέρωμα αφτέρωτο! Ω! Ξυπνητό όνειρό μου!
Ω! Φευγαλέα γλυκειά μορφή γεμάτου όχλο δρόμου!
Ω! Σώμα!..δεν εμπόρεσα ν’ αλλάξω τη βουλή σου-
Κι έφυγες πάλι από κει...και πάω κι εγώ μαζί σου...

Ω! Μοίρα μου κακόγνωμη...Κι έκλεισα τα φτερά μου
Κι έκατσα πάλι άχαρη κι απέλπιδη εδώ χάμου.
Και νιώθω σα μιαν άχρηστη...και νιώθω απελπισμένη
Όλου του κόσμου σαν η οργή πάνω μου να βαραίνει...


ΠΟΙΗΤΗΣ
Κι εγώ καλή μου ένιωσα όπως κι εσύ έχεις νιώσει..
Στον ίδιο πόνο η ξενιτιά τους δυο μας έχει ενώσει.
Κι η μαύρη να πώς μ’ έκανε πληγή να τραγουδήσω
Αμέσως όταν βγήκαμε από κει-πρι σου μιλήσω...

Κι άκου τι απευθυνόμενος στους άγνωστούς μου φίλους-
Στου Προξενείου μας τους καλούς και άξιους υπαλλήλους-
Άκου τι λόγια έπλεξα που μοιάζουν-για φαντάσου-
Με όσα σα μ’ απάντησε μου είπε η αφεντιά σου:

¨Μες στη ζωή για πρώτηνε λυπήθηκα φορά μου
που στο Δημόσιο τέλειωσε γρήγορα μια δουλειά μου.
Φίλοι μου δεν μπορούσατε να με καθυστερείστε
και λίγη ακόμα μέσα ’κεί ώρα να με κρατείστε;

Φίλοι μου αν ηξέρατε τι νιώθει όποιος μπαίνει
Μέσα στο Προξενείο μας και λίγο εκεί σα μένει,
περήφανοι θα νιώθατε σ’ αυτό που υπηρετείτε-
Που μία θέση όπως αυτή έλαχε να κρατείτε.

Μα βέβαια και δεν ξέρετε. Ξέρει εκείνος μόνο
Που την πατρίδα πριν πολύν έχει αφήσει χρόνο
Κι ενώ μέσα στη σκέψη του την έχει νύχτα μέρα,
Όμως ξανά δεν μπόρεσε να πάει εκεί πέρα.

Ξέρει εκείνος που γι αυτόν η γλώσσα είναι η ξένη
Μαχαίρι που όλο πιο βαθιά μες στην ψυχή του μπαίνει.
Που αγαπάει στων γυναικών τα γαλανά τα μάτια
Κάποιων γαλάζιων ουρανών τα φωτεινά τα πλάτια.

Ξέρει αυτός που του ψωμιού η θέα μπρος του απλώνει
Χρυσοκυμάτισμα σταχυών και θέρισμα κι αλώνι.
Αυτός όπου ανήμεροι δράκοι βρουχιούνται εντός του
Του Χωρισμού ο Θάνατος, η Κόλαση του Νόστου.

Ξέρει αυτός που των πουλιών το λάλημα των ξένων
Θρηνεί επάνω σε κορμιά ελπίδων πεθαμένων.
Εκείνος όπου θ’ άλλαζε τρεις ξενιτιάς αιώνες
Με τρεις στον τόπο του στιγμές-με τρεις στιγμούλες μόνες...

Ξέρει αυτός που καθεμιά της ξένης γλώσσα λέξη
Μακάβριο επίγραμμα έρχεται στον τάφο του να πλέξει.
Ξέρει αυτός που με πικρό θα ψιθυρίζει στόμα
«Πατρίδα», ακόμα κι όταν μπει για πάντα μες στο χώμα.

Πώς κάποιος όπου επέθανε και στο βαθύ σκοτάδι,
μένει του Άδη κι ήλιου φως πια δεν προσμένει να ’δει,
Ξάφνω μια μέρα στη ζωή πάλι ξαναγυρίζει
Κι ο δίσκος πάλι ο χρυσός του ήλιου τον φωτίζει...

Πώς, κάποιος που άπελπα ποθεί γυναίκα αγαπημένη,
Και κάθε μέρα ο πόθος του αντί να σβει αξαίνει,
Βλέπει ένα βράδυ (ποιος θα πει πως την αγάπη ξέρει)
Να τον καλεί ερωτικά το λατρεμένο χέρι...

Έτσι κι εγώ μες στο ζεστό γραφείο σας σαν μπήκα,
Όσα χαμένα ήταν καιρό (ή άγνωστα μέναν;) βρήκα΄
Κι ό,τι ζητούσα στη ζωή το βρήκα μες στο χώρο
Του Προξενείου μας-εδώ, που κάθε τι του δώρο.

Μες στην Ελλάδα βρέθηκα κι ελληνικά μιλούσα’
Κι όλοι με καταλάβαιναν-κι όλους τους εννοούσα!
Συνεννογιόμουνα ξανά! Ελπίδες ξαναζήστε!
Ναι! Λογισμοί μου, Γλώσσα μου! Όχι! Νεκρά δεν είστε!

Όχι! Δε βρίσκομαι στη γη επάνω μοναχός μου!
Δεν είμαι το περίγελο ενός αγνώστου κόσμου!
Κάποιοι μιλούν όπως μιλώ! Γελούν μ’ ό,τι γελάω!
Κάποιοι με νιώθουν σα μιλώ-δε χάθηκα-δεν πάω...

Κι αυτή τη χώρα όπου ζουν άνθρωποι σαν και μένα
θα τη βοηθήσω όπως μπορώ όσο ειμ’εδώ στα ξένα’
κι όσο πιο γρήγορα μπορώ θα τρέξω εκεί-κοντά της
να ’μαι σε κάθε της κακό βοηθός της και προστάτης.

Μες στη ζωή τη λίγη μου και τη μικρή-τι λάθος
Γι αλήθειες τάχα υψηλές να ψάχνω εγώ με πάθος,
Ενώ μπροστά μου έχω-εδώ!- τη μόνη την Αλήθεια-
Τι λέω μπροστά μου...μέσα μου... Την κλείνω μες στα στήθια...

Κι ειν’ η Πατρίδα η μοναχή πάνω στη γη Αλήθεια.
Ω! Σολωμέ! Ω! Λείψανα ηρώων μου άγια πλήθια!
Μία ζωή ολόκληρη έπρεπε να περάσει
Για να μπορέσει η σκέψη μου στη σκέψη σας να μοιάσει...

Για χρόνια έπρεπε άπελπος στα ξένα να γυρνάω
Ώσπου στο Προξενείο μας να χρειαστεί να πάω
Και να ’δω εκεί ολόφωτη μπρος μου να ξεπροβάλει
Η Ελλάδα: κι έτσι υπέρκαλλη όπως ποτέ της πάλι.

Αυτό Πατρίδα είναι λοιπόν! Άνθρωποι μ’ ίδια Γλώσσα!
Και μες στη Γλώσσα τι καημοί! Και καρδιοχτύπια πόσα!
(Αν απ’ τα ζώα τα ευτυχή ο λόγος μάς χωρίζει
στη δυστυχιά μας ο καθείς συμμάχους ας γνωρίζει)

Και τι ευτυχίας κύματα...τι περηφάνιας ρίγη
Η ώρα που ’μεινα εκεί μού χάρισε η λίγη...
Τι συναισθήματα υψηλά με πλημμυρίσαν νέα
Όταν τη γαλανόλευκη αντίκρυσα σημαία...

Λοιπόν αυτό είναι το πανί που πάνω του υφασμένα
Του Γένους μας και της Φυλής έχει τα Πεπρωμένα’
Κι είναι του Έθνους η Ψυχή που στα ύψη πλαταγίζει
Και «σκέπε με» και «κράτα με ψηλά» λες ψιθυρίζει.

« Πατρίδα σαν τον ήλιο σου ήλιος αλλού δε λάμπει...»
Πόσο άργησε το νόημα του στίχου εντός μου να ‘μπει...
Πατρίδα μου Σε γνώρισα! Σ’έμαθα! Σ’αγαπάω!
Μέσα στους λάτρεις Σου κι εγώ δέξου το να μετράω!

Κι όρκο σου κάνω δένω (αλλά τι; Χρειάζονται όρκοι τώρα;)
Πως όσα από τη χάρη σου όμορφα επήρα δώρα
Διπλά, τριπλά, τετράδιπλα θα σου τα φέρω πίσω
Κι αν το χρειαστείς για σένανε το αίμα μου θα χύσω.

Κρατήστε τις Οκτωβριανές και Μάρτιες επετείους.
Κρατήστε και τους λόγους σας τους κείνων ανταξίους.
Δε θέλω εγώ κεντρίσματα για να ’μαι πατριώτης-
Δεν έχει ανάγκη από κεριά του ήλιου η λαμπρότης.

Γι άλληνε μια φορά εγώ βαφτίστηκα εδώ πέρα.
Και τ’ όνομά μου ηχεί το νιο πέρφανα στον αγέρα.
Και τ’ όνομά μου: «Έλληνας!»΄ κι η δόξα μου Ελληνίδα.
Κι αυτή ’ναι η μόνη μου χαρά κι η μόνη μου ελπίδα.

Τώρα γνωρίζω πια καλά ποιος είν’ ο προορισμός μου
Μες στην πολυπλοκότητα του γήινου του κόσμου.
Κι είναι αυτός ο προορισμός η αγάπη της Πατρίδας΄
Κι είναι το κράτημα άριχτης όποιας στη μάχη ασπίδας.

Κάπου ανήκω πια κι εγώ μέσα στης γης τα πλάτη.
Κι από το τίποτα κι εγώ γίνομ’ εκεί ένα κάτι.
Κι αυτό το κάτι αόριστο δεν είναι και μακριά μου-
Είναι εδώ-αχ! Ήτανε...—βρίσκετ’ εδώ, κοντά μου.

Και είν’ ως τα ουράνια το κάτι αυτό υψωμένο’
Κι απ’ ό,τι μου καλλίτερο υπάρχει είναι θρεμμένο.
Και πλημμυράει αθώρητα όλη μου την ουσία-
Τους δυο μας μία σύμπνοια μάς δένει εξαισία.

Κι αυτό το κάτι μέσα του κλείνει όλα τα ωραία
και κάθε Τέλειας Ομορφιάς ειν’ η γεννήτρα Ιδέα.
Και με δονεί...και με πονά...με τυραννάει...με καίει...
Και «ειμ’ εδώ!» κάθε στιγμή, κάθε λεφτό μού λέει.

Μα δε μιλάει-όχι!- Αυτή. Αυτή ’φωνή η βύθια,
Από τα δικά μου τα πικρά γλυκαναβρύζει στήθια!
Κι ανοίξανε τα μάτια μου και επιτέλους: είδα-
Η ζωή μου! Η ανάσα μου! Αυτή ’ναι η Πατρίδα!

Κι έτσι απαλά κι έτσι βαθιά νικήτρα εντός μου μπαίνει
Που άδολη θα την έλεγα και φλογερή ερωμένη.
Θεοί! Μήπως το χάδι της ασύνειδα ζητούσα
Όταν για χάδι και φιλί γυναίκειο λαχταρούσα;

Ή μην η ασταμάτητη ροή που είν’ η ζήση
Απ’ τη δική της ξεκινά την κρυσταλλένια βρύση
Και οδηγεί πάλι σ’Αυτήν η Πύλη του Θανάτου
Όποιαν ζωή το δρόμο της τελειώνει εδώ κάτου;

Φιλοσοφίες όμως φτηνές εδώ ας μην αρχίσω
Γιατί και τίποτ’ απ’ αυτές δε θα ’χα να κερδίσω:
Απ’ τη στιγμή που ένιωσα Πατρίδα τι σημαίνει
Ο χωρισμός μου απ’ αυτήν διπλά θα με πεθαίνει.

Όμως η ώρα έφτασε φίλοι, να σταματήσω
(Α! Πόσο λίγες μπόρεσα στο ποίημα αυτό να κλείσω
απ’ τις πληγές που ανοίγουνε του Νόστου τα Μαχαίρια
που μ’ αξιοσύνη Αυτός κρατεί σφιχτά στα δυο Του χέρια...)

Ας είναι. Φίλοι μου λοιπόν ευχαριστώ κι αντίο.
«Αντίο» γιατί δε θα ’ρθω πάλι στο Προξενείο
κι «ευχαριστώ» γιατί εκεί, κοντά σας, ξαναείδα
την ποθητή μου, τη γλυκειά, την όμορφη Πατρίδα».

Αυτά τα λόγια είπα κι εγώ. Μα ό,τι κι αν ειπούμε
Πάλι στον ίδιο, τον φριχτό, Ψυχή, εφιάλτη ζούμε:
Ό,τι πολύ αγαπήσαμε να βρίσκεται μακρυά μας
Και δίπλα μας να το ’χουμε μόνο στα όνειρά μας.

Μα πάμε τώρα. Το μακρύ δεν τέλειωσε ταξίδι.
Κι αντίς για δρόμο ας σέρνεται μπροστά μας ένα φίδι,
Πρέπει να προχωρήσουμε.

ΨΥΧΗ
Για λίγο αν μας αφήσουν,
Η μοναξιά κι η ερημιά διπλές θα μας γυρίσουν.

ΠΟΙΗΤΗΣ
Αυτές μας εξουσιάζουνε. Αυτές μας κυβερνάνε.

ΨΥΧΗ
Πόθο ό,τι ανάβει που δε σβει, καταραμένο να ‘ναι.

ΠΟΙΗΤΗΣ
Αδημονεί ο δρόμος μας. Κοιτάζει αν περπατάμε.
Κι είναι ο μόνος που ’χουμε…δος μου το χέρι...

ΨΥΧΗ
Πάμε.

Γιώργης Χολιαστός